προεκτείνω

προεκτείνω
προέκτεινα, προεκτάθηκα, εκτείνω, απλώνω προς τα εμπρός: Το γήπεδο πρέπει να προεκταθεί περισσότερο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προεκτείνω — προεκτείνω, προέκτεινα και προεξέτεινα βλ. πίν. 172 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προεκτείνω — ΝΜΑ 1. εκτείνω προς τα εμπρός, αυξάνω κάτι σε μήκος, έκταση ή επιφάνεια, επεκτείνω («η οδός θα προεκταθεί μέχρι την παραλία») 2. μτφ. αποδίδω ευρύτερη έννοια σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • προέκταση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προεκτείνω, η αύξηση σε μήκος ή σε έκταση (α. «είναι αναγκαία η προέκταση τής σιδηροδρομικής γραμμής» β. «βάφουν την προέκταση τής βεράντας») 2. η γραμμή ή η επιφάνεια όπου προεκτείνεται κάτι 3. η… …   Dictionary of Greek

  • διαπλατύνω — (Α διαπλατύνω) [πλατύνω] διευρύνω ή προεκτείνω προς όλες τις κατευθύνσεις αρχ. διαστέλλω, διευρύνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • επεκβάλλω — ἐπεκβάλλω (Α) 1. επεκτείνω, μεγαλώνω 2. προεκτείνω …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… …   Dictionary of Greek

  • προεκβάλλω — ΝΑ νεοελλ. 1. προεκτείνω, προβάλλω 2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω αρχ. 1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», Αριστοτ.) 2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού τό συνθλίψω… …   Dictionary of Greek

  • προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραπέμπω — Α 1. συνοδεύω μαζί με άλλους («συμπαραπέμπων μετὰ τῶν ἡλικιωτῶν... τὴν εἰς Φλιοῡντα παραπομπήν», Αισχίν.) 2. μτφ. προεκτείνω 3. φρ. «συμπαραπέμπω τὴν ὄψιν» παρακολουθώ με το βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραπέμπω «στέλνω, συνοδεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”